- αντιβγαίνω
- -ήκα, αντιμετωπίζω, ανταγωνίζομαι: Αυτός ο άνθρωπος σ' όλα μου αντιβγαίνει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιβγαίνω — 1. εναντιώνομαι σε κάποιον 2. ανταγωνίζομαι με κάποιον … Dictionary of Greek